(ε)ξοπίσω

(ε)ξοπίσω
επίρρ.
1) сзади, позади; 2) назад; 3) снова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "(ε)ξοπίσω" в других словарях:

  • ξοπίσω — επίρρ. 1. εξοπίσω, από πίσω 2. διαδοχικά, στη συνέχεια («τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ άλλο», Σολωμ.) 3. πάλι, εκ νέου, από την αρχή 4. κατόπιν, ύστερα, μετά, έπειτα («πάρε αυτό τώρα και ξοπίσω θα δούμε τί θα γίνει») 5. φρ. «μάς πήρε… …   Dictionary of Greek

  • ξοπίσω — επίρρ. τοπ. 1. ξανά, απ την αρχή: Περίμενε να ξεράσει η θάλασσα ξοπίσω τους ναυαγισμένους. 2. διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο: Τρία αστροπελέκια πέσανε, ένα ξοπίσω στ άλλο (Σολωμός). 3. στο μέλλον, μελλοντικά: Γιατί ξοπίσω συφορές με καρτερούνε κι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοπίσω — και ξοπίσω (AM ἐξοπίσω) 1. προς τα πίσω, πίσω πάλι 2. πίσω, στο ίδιο μέρος 3. από το ίδιο μέρος αρχ. χρον. στο μέλλον …   Dictionary of Greek

  • ολοξοπίσω — επίρρ. συνεχώς πίσω («κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μαννούλα») 2. εντελώς πίσω, πίσω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) + ξοπίσω] …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • αποπίσω — επίρρ. τοπ., ξοπίσω: Όπου κι αν πήγαινε, ο σκύλος ερχόταν αποπίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξωπίσω — βλ. ξοπίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»